υπομάζιος

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπομάζιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό
2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν)
(λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει
2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)
ὑπομάζιος και τὸ ὑπομάζιον
(ενν. παῖς και τέκνον ή βρέφος) παιδί που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μαζός, ιων. τ. του μαστός + κατάλ. -ιος].