ὑπομάζιος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομάζιος Medium diacritics: ὑπομάζιος Low diacritics: υπομάζιος Capitals: ΥΠΟΜΑΖΙΟΣ
Transliteration A: hypomázios Transliteration B: hypomazios Transliteration C: ypomazios Beta Code: u(poma/zios

English (LSJ)

ὑπομάζιον,
A under the breast, sucking, μηδ' αὐτῶν τῶν ὑπομαζίων φειδόμενοι D.S.34.2; also as v.l. for ὑπομάσθιος (q.v.).
II τὸ ὑπομάζιον = waistband, ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένιον Aristaenet.1.25 (unless Adj. with φλυαρίαν).

German (Pape)

[Seite 1225] = Folgdm, Aristaen. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est encore à la mamelle;
subst. τὸ ὑπομάζιον :
1 enfant encore à la mamelle;
2 bandeau pour soutenir le sein.
Étymologie: ὑπό, μαζός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομάζιος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν μαστόν, θηλάζων, Λατ. subrumus, τέκνον, βρέφος Χρησμ. Σιβ. 2. 300, Ἐκκλ.· τὸ ὑπομάζιον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 54· - ὡσαύτως ὑπομαζίδιος, Γλωσσ. ΙΙ. τὸ ὑπ., ὡσαύτως, στηθόδεσμος, Ἀρισταίν. 1. 25.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπομάζιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό
2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν)
(λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει
2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)
ὑπομάζιος και τὸ ὑπομάζιον
(ενν. παῖς και τέκνον ή βρέφος) παιδί που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μαζός, ιων. τ. του μαστός + κατάλ. -ιος].