ὀπισθοτονία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(6_9)
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opisthotonia
|Transliteration C=opisthotonia
|Beta Code=o)pisqotoni/a
|Beta Code=o)pisqotoni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a disease in which the body is drawn back and stiffens, tetanic recurvation</b>, Cael.Aur.<span class="title">CP</span>3.61.</span>
|Definition=ἡ, [[opisthotony]], a [[disease in which the body is drawn back and stiffens]], [[tetanic recurvation]], Cael.Aur.''CP''3.61.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθοτονία''': ἡ, [[νόσος]] καθ’ ἣν τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος τεινόμενα κάμπτονται πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ ἀποσκληρύνονται, [[εἶδος]] τετάνου, τὸ τοῦ Πλινίου dolor inflexibilis, Cael. Aurel.
|lstext='''ὀπισθοτονία''': ἡ, [[νόσος]] καθ’ ἣν τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος τεινόμενα κάμπτονται πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ ἀποσκληρύνονται, [[εἶδος]] τετάνου, τὸ τοῦ Πλινίου dolor inflexibilis, Cael. Aurel.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπισθοτονία]], ἡ (Α) [[οπισθότονος]]<br />[[νόσος]] [[κατά]] την οποία τα [[μέλη]] του σώματος, όταν τεντώνουν, κάμπτονται [[προς]] τα [[πίσω]] και σκληραίνουν.
}}
}}

Latest revision as of 12:41, 10 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοτονία Medium diacritics: ὀπισθοτονία Low diacritics: οπισθοτονία Capitals: ΟΠΙΣΘΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: opisthotonía Transliteration B: opisthotonia Transliteration C: opisthotonia Beta Code: o)pisqotoni/a

English (LSJ)

ἡ, opisthotony, a disease in which the body is drawn back and stiffens, tetanic recurvation, Cael.Aur.CP3.61.

German (Pape)

[Seite 358] ἡ, eine Krankheit, durch welche die Glieder nach hinten gezogen werden und steif werden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοτονία: ἡ, νόσος καθ’ ἣν τὰ μέλη τοῦ σώματος τεινόμενα κάμπτονται πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἀποσκληρύνονται, εἶδος τετάνου, τὸ τοῦ Πλινίου dolor inflexibilis, Cael. Aurel.

Greek Monolingual

ὀπισθοτονία, ἡ (Α) οπισθότονος
νόσος κατά την οποία τα μέλη του σώματος, όταν τεντώνουν, κάμπτονται προς τα πίσω και σκληραίνουν.