δειρά: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(21)
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0541.png Seite 541]] Ionisch [[δειρή]], ἡ, der <b class="b2">Hals</b>. Das Wort ist entstanden aus δερια, Wurzel Δερ-, [[δέρω]], [[δείρω]], entstanden aus λερίω, vgl. ἡ [[δέρα]], [[δέρη]], Nebenform von [[δειρή]]; Etymol. m. s. v. Δέρη p. 257, 1 [[κυρίως]] δὲ [[δέρη]] καὶ [[δειρά]] καλεῖται ἐπὶ τῶν τετραπόδων, ὁ τῶν ἀλόγων ζῴων [[τράχηλος]], διὰ τὸ [[ἐντεῦθεν]] ἐκδέρεσθαι· καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων; vgl. Cram. An. Oxon. 3, 91, 20; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 32<b class="b2"> Δειρή</b> ὁ [[τράχηλος]]. κέκληται δὲ ἀπὸ τῶν τετραπόδων, διὰ τὸ ἀπὸ τούτων τῶν μερῶν ἄρχεσθαι δείρεσθαι. Homer gebraucht [[δειρή]] von Göttern, Menschen und Thieren: Iliad. 3, 396 θεᾶς περικαλλέα δειρήν, Aphrodite; 19, 285 ἁπαλὴν δειρήν, Briseis; Odyss. 22, 472 δειρῇσι, Mägde des Odysseus; 23, 208 δειρῇ, Odysseus; Iliad. 3, 371 ἁπαλὴν δειρήν, Paris; 18, 177 ὰπαλῆς δειρῆς, Patroklus; 13, 202 ἁπαλῆς δειρῆς, der Troer Imbrios; 12, 204 δειρήν, Adler; Odyss. 2, 153 [[δειράς]], zwei Adler; 12, 90 ἓξ δειραὶ περιμήκεες, Scylla. – Folgende: Eurip. Hecub. 154 χρυσοφόρου δειρῆς, Polyrena; Hesiod. Th. 727 δειρήν, Tartarus; Sp. Ep., z. B. Apoll. Rhod. 4, 127 περιμήκεα τείνετο δειρὴν [[ὄφις]]. – Wegen der Aehnlichkeit mit einem Halse hießen auch <b class="b2">Bergrücken</b> δειραί; die zugehörigen Kuppen und Bergspitzen sind gleichsam die Köpfe dieser »Hälse« oder »Nacken«: Pind. Ol. 3, 28. 4, 63; Nicand. Th. 502. Vgl. [[δειράς]], άδος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0541.png Seite 541]] Ionisch [[δειρή]], ἡ, der [[Hals]]. Das Wort ist entstanden aus δερια, Wurzel Δερ-, [[δέρω]], [[δείρω]], entstanden aus λερίω, vgl. ἡ [[δέρα]], [[δέρη]], Nebenform von [[δειρή]]; Etymol. m. s. v. Δέρη p. 257, 1 [[κυρίως]] δὲ [[δέρη]] καὶ [[δειρά]] καλεῖται ἐπὶ τῶν τετραπόδων, ὁ τῶν ἀλόγων ζῴων [[τράχηλος]], διὰ τὸ [[ἐντεῦθεν]] ἐκδέρεσθαι· καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων; vgl. Cram. An. Oxon. 3, 91, 20; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 32<b class="b2"> Δειρή</b> ὁ [[τράχηλος]]. κέκληται δὲ ἀπὸ τῶν τετραπόδων, διὰ τὸ ἀπὸ τούτων τῶν μερῶν ἄρχεσθαι δείρεσθαι. Homer gebraucht [[δειρή]] von Göttern, Menschen und Tieren: Iliad. 3, 396 θεᾶς περικαλλέα δειρήν, Aphrodite; 19, 285 ἁπαλὴν δειρήν, Briseis; Odyss. 22, 472 δειρῇσι, Mägde des Odysseus; 23, 208 δειρῇ, Odysseus; Iliad. 3, 371 ἁπαλὴν δειρήν, Paris; 18, 177 ὰπαλῆς δειρῆς, Patroklus; 13, 202 ἁπαλῆς δειρῆς, der Troer Imbrios; 12, 204 δειρήν, Adler; Odyss. 2, 153 [[δειράς]], zwei Adler; 12, 90 ἓξ δειραὶ περιμήκεες, Scylla. – Folgende: Eurip. Hecub. 154 χρυσοφόρου δειρῆς, Polyrena; Hesiod. Th. 727 δειρήν, Tartarus; Sp. Ep., z. B. Apoll. Rhod. 4, 127 περιμήκεα τείνετο δειρὴν [[ὄφις]]. – Wegen der Ähnlichkeit mit einem Halse hießen auch [[Bergrücken]] δειραί; die zugehörigen Kuppen und Bergspitzen sind gleichsam die Köpfe dieser »Hälse« oder »Nacken«: Pind. Ol. 3, 28. 4, 63; Nicand. Th. 502. Vgl. [[δειράς]], άδος.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δειρά]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mountain]]-[[glen]] Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (O. 3.27) Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς (O. 9.59)
|sltr=[[δειρά]] [[mountain]]-[[glen]] Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (O. 3.27) Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς (O. 9.59)
}}
}}
{{Slater
{{DGE
|sltr=[[δειρά]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mountain]]-[[glen]] Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (O. 3.27) Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς (O. 9.59)
|dgtxt=<b class="num">1</b> δ.· δείμοιρα, τράχηλος. [[διαίρεσις]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> v. [[δέρη]].
}}
{{elnl
|elnltext=δειρά Dor. voor δέρη.
}}
{{elru
|elrutext='''δειρά:''' ἡ дор. = δείρη.
}}
}}

Latest revision as of 15:02, 20 February 2024

German (Pape)

[Seite 541] Ionisch δειρή, ἡ, der Hals. Das Wort ist entstanden aus δερια, Wurzel Δερ-, δέρω, δείρω, entstanden aus λερίω, vgl. ἡ δέρα, δέρη, Nebenform von δειρή; Etymol. m. s. v. Δέρη p. 257, 1 κυρίως δὲ δέρη καὶ δειρά καλεῖται ἐπὶ τῶν τετραπόδων, ὁ τῶν ἀλόγων ζῴων τράχηλος, διὰ τὸ ἐντεῦθεν ἐκδέρεσθαι· καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων; vgl. Cram. An. Oxon. 3, 91, 20; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 32 Δειρήτράχηλος. κέκληται δὲ ἀπὸ τῶν τετραπόδων, διὰ τὸ ἀπὸ τούτων τῶν μερῶν ἄρχεσθαι δείρεσθαι. Homer gebraucht δειρή von Göttern, Menschen und Tieren: Iliad. 3, 396 θεᾶς περικαλλέα δειρήν, Aphrodite; 19, 285 ἁπαλὴν δειρήν, Briseis; Odyss. 22, 472 δειρῇσι, Mägde des Odysseus; 23, 208 δειρῇ, Odysseus; Iliad. 3, 371 ἁπαλὴν δειρήν, Paris; 18, 177 ὰπαλῆς δειρῆς, Patroklus; 13, 202 ἁπαλῆς δειρῆς, der Troer Imbrios; 12, 204 δειρήν, Adler; Odyss. 2, 153 δειράς, zwei Adler; 12, 90 ἓξ δειραὶ περιμήκεες, Scylla. – Folgende: Eurip. Hecub. 154 χρυσοφόρου δειρῆς, Polyrena; Hesiod. Th. 727 δειρήν, Tartarus; Sp. Ep., z. B. Apoll. Rhod. 4, 127 περιμήκεα τείνετο δειρὴν ὄφις. – Wegen der Ähnlichkeit mit einem Halse hießen auch Bergrücken δειραί; die zugehörigen Kuppen und Bergspitzen sind gleichsam die Köpfe dieser »Hälse« oder »Nacken«: Pind. Ol. 3, 28. 4, 63; Nicand. Th. 502. Vgl. δειράς, άδος.

English (Slater)

δειρά mountain-glen Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (O. 3.27) Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς (O. 9.59)

Spanish (DGE)

1 δ.· δείμοιρα, τράχηλος. διαίρεσις Hsch.
2 v. δέρη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειρά Dor. voor δέρη.

Russian (Dvoretsky)

δειρά: ἡ дор. = δείρη.