Αἰολεύς: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Αἰολεύς:''' -έως, ὁ, ο [[κάτοικος]] της Αιολίδας· πληθ. <i>Αἰολέες</i>, Αττ. [[Αἰολεῖς]] ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. [[Αἰολικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. [[Αἰολίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ. | |lsmtext='''Αἰολεύς:''' -έως, ὁ, ο [[κάτοικος]] της Αιολίδας· πληθ. <i>Αἰολέες</i>, Αττ. [[Αἰολεῖς]] ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. [[Αἰολικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. [[Αἰολίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:29, 23 February 2024
English (LSJ)
Αἰολέως, ὁ, Aeolian; pl. Αἰολέες Hdt.1.28, Att. Αἰολεῖς or Αἰολῆς Th.7.57:—hence Adj. Αἰολικός, Αἰολική, Αἰολικόν, of the Aeolians or like the Aeolians, Theoc.1.56(v.l.); of the Aeolic dialect, A.D.Adv.193.15,al.: Comp. Αἰολικώτερον 194.8; of Aeolic metre, Heph.7.5. Adv. Αἰολικῶς S.E.M.1.78:—Αἰόλιος, Αἰολία, Αἰόλιον, in the Aeolian mode, νόμος Plu.2.1132d:—fem. Αἰολίς, Αἰολίδος, Hes.Op.636, Hdt., etc.; of the Aeolian mode, Pratin.5; of the Aeolic dialect, A.D.Adv.155.11: Subst., Αἰολίς, ἡ, Id.Synt.309.25: poet. fem. Αἰοληΐς, Pi.O.1.102.
Spanish (DGE)
Αἰολέως, ὁ
• Morfología: [nom. plu. jón. Αἰολέες Hdt.1.28, át. Αἰολεῖς pero Αἰολῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι BCH 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]
eolio gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.Cyr.6.2.10, HG 3.4.11, Scymn.239, BCH l.c.
• Diccionario Micénico: ạ3-wo-re-u-si (?).
Greek (Liddell-Scott)
Αἰολεύς: έως, ὁ, κάτοικος τῆς Αἰολίδος ἢ ὁ εἰς τὴν Αἰολικὴν φυλὴν ἀνήκων· πληθ. Αἰολέες, Ἡροδ. 1, 28, Ἀττ. Αἰολεῖς ἢ -ῆς, Θουκ. 7. 57: -ἐντεῦθεν ἐπίθ. Αἰολικός ή, όν, = ἀνήκων εἰς Αἰολέα ἢ ὅμοιος τοῖς Αἰολεῦσι. Θεόκρ. 1.56, κτλ. - θηλ. Αἰολίς, ίδος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 638., Ἡρόδ. κτλ. ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, Πινδ. Ο.1.164: - Ἐπίρρ. Αἰολικῶς, Γραμμ.
English (Slater)
Αἰολεύς
1 Aeolian as subs. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος, q.v.; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) Αἰολεῖς πρότερον ἦσαν, κ. τ. λ.) (N. 11.35) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (Βοιώτιος. Σ.: <αὐλός> supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) *fr. 191*.
Greek Monotonic
Αἰολεύς: -έως, ὁ, ο κάτοικος της Αιολίδας· πληθ. Αἰολέες, Αττ. Αἰολεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. Αἰολικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. Αἰολίς, -ίδος, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ.