αὐλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(3)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=avlitir
|Transliteration C=avlitir
|Beta Code=au)lhth/r
|Beta Code=au)lhth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[αὐλητής]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>283</span>,<span class="bibl">298</span>, <span class="bibl">Archil.123</span>, <span class="bibl">Thgn.825</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>566</span>.</span>
|Definition=αὐλητῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[flautista]] γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι [[ἕκαστος]] riéndose cada grupo al son de su flautista</i> Hes.<i>Sc</i>.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5<i>S</i>., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.<i>Fr</i>.578, cf. Nonn.<i>D</i>.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν <i>Eleg.Alex.Adesp</i>. en <i>SHell</i>.1010.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-ίδος], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Flötenbläser]]</i>, Hes. <i>Sc</i>. 283; Theogn. 545; Ar. fr. <i>Schol. Av</i>. 874; Lycophr. 234.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐλητήρ:''' ῆρος ὁ Hes., Arph. = [[αὐλητής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλητήρ''': ῆρος,ὁ, [[αὐλητής]], Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478.
|lstext='''αὐλητήρ''': ῆρος,ὁ, [[αὐλητής]], Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[flautista]] γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι [[ἕκαστος]] riéndose cada grupo al son de su flautista</i> Hes.<i>Sc</i>.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5<i>S</i>., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.<i>Fr</i>.578, cf. Nonn.<i>D</i>.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν <i>Eleg.Alex.Adesp</i>. en <i>SHell</i>.1010.1.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐλητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
|lsmtext='''αὐλητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
}}
}}

Latest revision as of 14:07, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητήρ Medium diacritics: αὐλητήρ Low diacritics: αυλητήρ Capitals: ΑΥΛΗΤΗΡ
Transliteration A: aulētḗr Transliteration B: aulētēr Transliteration C: avlitir Beta Code: au)lhth/r

English (LSJ)

αὐλητῆρος, ὁ, = αὐλητής, Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
flautista γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι ἕκαστος riéndose cada grupo al son de su flautista Hes.Sc.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5S., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.Fr.578, cf. Nonn.D.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν Eleg.Alex.Adesp. en SHell.1010.1.

Greek Monolingual

αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Flötenbläser, Hes. Sc. 283; Theogn. 545; Ar. fr. Schol. Av. 874; Lycophr. 234.

Russian (Dvoretsky)

αὐλητήρ: ῆρος ὁ Hes., Arph. = αὐλητής.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητήρ: ῆρος,ὁ, αὐλητής, Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478.

Greek Monotonic

αὐλητήρ: -ῆρος, ὁ, = αὐλητής, σε Ησίοδ. κ.λπ.