Τυρρηνός: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[Τυρσηνός]] και δωρ. τ. [[Τυρρανός]] και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και [[Τυρρηνίς]] και ιων. τ. [[Τυρσηνίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Τυρρηνοί</i> ή <i>Τυρσηνοί</i><br />οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική [[ονομασία]] τών Ετρούσκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>Τύρσα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τύρσις]])].
|mltxt=και ιων. τ. [[Τυρσηνός]] και δωρ. τ. [[Τυρρανός]] και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και [[Τυρρηνίς]] και ιων. τ. [[Τυρσηνίς]], -ίδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Τυρρηνοί</i> ή <i>Τυρσηνοί</i><br />οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική [[ονομασία]] τών Ετρούσκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>Τύρσα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τύρσις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Τυρρηνός:''' βλ. [[Τυρσηνός]].
|lsmtext='''Τυρρηνός:''' βλ. [[Τυρσηνός]].
}}
}}

Revision as of 14:08, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τυρρηνός Medium diacritics: Τυρρηνός Low diacritics: Τυρρηνός Capitals: ΤΥΡΡΗΝΟΣ
Transliteration A: Tyrrēnós Transliteration B: Tyrrēnos Transliteration C: Tyrrinos Beta Code: *turrhno/s

English (LSJ)

Τυρρηνή, Τυρρηνόν, Tyrrhenian, IG22.1629.223, Plb.1.6.4, etc.; cf. Τυρσηνικός.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
de Tyrrhénie, tyrrhénien ; οἱ Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Τυρρηνός:
I ион. ΤυρσηνόςТиррен или Тирсен (сын лидийского царя Атиса, основавший, по преданию, лидийскую колонию на зап. побережье Италии, поздн. Этрурия) Her.
II ион. и староатт. Τυρσηνός 3 тирренский HH, Hes., Pind., Her., Trag.
III ион. и староатт. Τυρσηνός, дор. Τυρσᾱνός ὁ тирренец
1 представитель пеласгического племени в Лидии Her.;
2 житель Тиррении, т. е. Этрурии, этруск Her.

Greek (Liddell-Scott)

Τυρρηνός: ἴδε Τυρσηνός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί
οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].

Greek Monotonic

Τυρρηνός: βλ. Τυρσηνός.