ασκαρίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(6)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-[[ίδος]]), η (Α [[ἀσκαρίς]])<br />[[σκουλήκι]] των εντέρων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[έμβρυο]] της εμπίδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[έμβρυο]] της εμπίδος». Στον Ησύχιο [[επίσης]] χρησιμοποιείται ο [[χωρίς]] προθετικό <i>α</i>- τ. [[σκαρίς]]. «[[σκαρίδες]]<br />[[είδος]] ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. [[ασκαρίζω]] «[[σκαρίζω]], [[σκιρτώ]], χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, [[παρά]] τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η [[ετυμολογία]] αυτή. Ο τ. [[ασκαρίς]] μέσω του όψιμου λατ. <i>ascaris</i> έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]], <b>[[πρβλ]].</b> νεολατιν. <i>Ascaris</i>. Εξάλλου το γερμ. <i>Springwurm</i>, με κυριολεκτική [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό [[δάνειο]] του ελληνικού].
|mltxt=(-ίδος), η (Α [[ἀσκαρίς]])<br />[[σκουλήκι]] των εντέρων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[έμβρυο]] της εμπίδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[έμβρυο]] της εμπίδος». Στον Ησύχιο [[επίσης]] χρησιμοποιείται ο [[χωρίς]] προθετικό <i>α</i>- τ. [[σκαρίς]]. «[[σκαρίδες]]<br />[[είδος]] ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. [[ασκαρίζω]] «[[σκαρίζω]], [[σκιρτώ]], χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, [[παρά]] τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η [[ετυμολογία]] αυτή. Ο τ. [[ασκαρίς]] μέσω του όψιμου λατ. <i>ascaris</i> έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]], πρβλ. νεολατιν. <i>Ascaris</i>. Εξάλλου το γερμ. <i>Springwurm</i>, με κυριολεκτική [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό [[δάνειο]] του ελληνικού].
}}
}}

Latest revision as of 14:08, 1 March 2024

Greek Monolingual

(-ίδος), η (Α ἀσκαρίς)
σκουλήκι των εντέρων
αρχ.
το έμβρυο της εμπίδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη σημασία «σκουλήκι των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη σημασία «έμβρυο της εμπίδος». Στον Ησύχιο επίσης χρησιμοποιείται ο χωρίς προθετικό α- τ. σκαρίς. «σκαρίδες
είδος ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. ασκαρίζω «σκαρίζω, σκιρτώ, χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, παρά τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η ετυμολογία αυτή. Ο τ. ασκαρίς μέσω του όψιμου λατ. ascaris έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία, πρβλ. νεολατιν. Ascaris. Εξάλλου το γερμ. Springwurm, με κυριολεκτική σημασία «σκουλήκι που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό δάνειο του ελληνικού].