σκαρίδες
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση, φαρυγγόγναθων ιχθύων του Ατλαντικού και της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scaridae < scarus (< σκάρος «είδος ψαριού»)].