ληστρίς: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λῃστρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληϊδ</i>-[[τρίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ληΐς</i>, -[[ίδος]] ([[άλλος]] τ. του [[λεία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρις]] ([[πρβλ]]. <i>ζωσ</i>-[[τρίς]], <i>θερμασ</i>-[[τρίς]])].
|mltxt=[[λῃστρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληϊδ</i>-[[τρίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ληΐς</i>, -ίδος ([[άλλος]] τ. του [[λεία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρις]] ([[πρβλ]]. [[ζωστρίς]], [[θερμαστρίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Greek Monolingual

λῃστρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τρίς < ληΐς, -ίδος (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τρις (πρβλ. ζωστρίς, θερμαστρίς)].