νυκτολαμπίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6_12)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτολαμπίς''': -ίδος, ἡ, ([[λάμπω]]) [[λύχνος]] [[νυκτερινός]], ἢ [[πυγολαμπίς]], Γλωσσ.
|lstext='''νυκτολαμπίς''': -ίδος, ἡ, ([[λάμπω]]) [[λύχνος]] [[νυκτερινός]], ἢ [[πυγολαμπίς]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτολαμπίς]], -ίδος ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[νυχτερινός]] [[λύχνος]]<br /><b>2.</b> [[πυγολαμπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λαμπίς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), [[πρβλ]]. [[πυγολαμπίς]]].
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>[[Nachtleuchte]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

Greek (Liddell-Scott)

νυκτολαμπίς: -ίδος, ἡ, (λάμπω) λύχνος νυκτερινός, ἢ πυγολαμπίς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νυκτολαμπίς, -ίδος ἡ (Α)
1. νυχτερινός λύχνος
2. πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγολαμπίς].

German (Pape)

ίδος, ἡ, Nachtleuchte.