σανίδι: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(36) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σανίδιον]], ΝΜΑ, και σανίδιν Μ [[σανίς]], - | |mltxt=το / [[σανίδιον]], ΝΜΑ, και σανίδιν Μ [[σανίς]], -ίδος]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σανίδα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[σκηνή]] του θεάτρου («βγήκε πολύ μικρή στο [[σανίδι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>συνεκδ.</b> μικρό [[τραπέζι]] τεχνίτη από σανίδες, [[μικρός]] [[πάγκος]] από σανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(με υποκορ. σημ.)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δίσκος]] ή μικρή [[σανίδα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κάθισμα]]<br /><b>3.</b> [[πίνακας]] για την [[καταγραφή]] επίσημων πράξεων<br /><b>4.</b> μικρή [[σχίζα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
Greek Monolingual
το / σανίδιον, ΝΜΑ, και σανίδιν Μ σανίς, -ίδος]
νεοελλ.
1. η σανίδα
2. συνεκδ. η σκηνή του θεάτρου («βγήκε πολύ μικρή στο σανίδι»)
μσν.
συνεκδ. μικρό τραπέζι τεχνίτη από σανίδες, μικρός πάγκος από σανίδες
αρχ.
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρός δίσκος ή μικρή σανίδα
2. μικρό κάθισμα
3. πίνακας για την καταγραφή επίσημων πράξεων
4. μικρή σχίζα.