σανίδιον

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδιον Medium diacritics: σανίδιον Low diacritics: σανίδιον Capitals: ΣΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: sanídion Transliteration B: sanidion Transliteration C: sanidion Beta Code: sani/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σανίς,
A small board or plank, Ar.Pax202, Hippias (?) in PHib.1.13.30, Men.202, Str.17.1.50.
II tablet, public register, ἐκ σανιδίου Lys.16.6, cf. Aeschin.3.200,201, IG12.313.161, 22.1237.124.
III small splint, Heliod. ap. Orib.44.23.74, Gal.18(2).888; foot-prop, Id.10.444.

German (Pape)

[Seite 861] τό dim. von σανίς, Ar. Pax. 202, wo neben einander χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια genannt sind, also etwa Tellerchen; aber Lys. 16, 6, ἐκ σανιδίου τοὺς ἱππεύσαντας σκοπεῖν, ist, wie σανίς d, eine Tafel, ein Verzeichniß, vgl. Aesch. 3, 201.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite planche;
2 particul. tablette pour afficher les lois, décrets ou arrêts.
Étymologie: σανίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾰνίδιον -ου, τό plankje, bordje (om op te schrijven).

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίδιον: (ῐδ) τό σανίς
1 дощечка Arph., Men.;
2 доска для записей, таблица Lys., Aeschin.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και σανίδιν Μ
βλ. σανίδι.

Greek Monotonic

σᾰνίδιον: τό, υποκορ. του σανίς,
I. μικρό επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, σε Αριστοφ.
II. όπως το πινάκιον, μικρή ξύλινη πινακίδα, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σανίς, μικρὸς δίσκος, χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ πινάκιον, πίναξ, πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.

Middle Liddell

σᾰνίδιον, ου, τό, [Dim. of σανίς
I. a small trencher, Ar.
II. like πινάκιον, a tablet, Aeschin.

English (Woodhouse)

register, for writing on

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)