πτερνίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_12) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pternis | |Transliteration C=pternis | ||
|Beta Code=pterni/s | |Beta Code=pterni/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=-ίδος, ἡ, [[bottom]] of a dish, Alex.329, Ael.Dion.''Fr.''289. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτερνίς''': -ίδος, ἡ, ὁ πυθμὴν λεκάνης, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 54, Εὐστ. 870, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πτερνίς]]· τὰ πυθμένια τῶν ἰατρικῶν λεκανίδων». | |lstext='''πτερνίς''': -ίδος, ἡ, ὁ πυθμὴν λεκάνης, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 54, Εὐστ. 870, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πτερνίς]]· τὰ πυθμένια τῶν ἰατρικῶν λεκανίδων». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πυθμένας]] λεκάνης την οποία χρησιμοποιούσαν [[κυρίως]] στην ιατρική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτέρνη]] / [[πτέρνα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[θαλαμίς]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, bottom of a dish, Alex.329, Ael.Dion.Fr.289.
German (Pape)
[Seite 808] ἡ, = πτέρνα, VLL., bei Phot. u. Poll. 4, 182 aus Alexis, πυθμένιον τῶν λεκανίων.
Greek (Liddell-Scott)
πτερνίς: -ίδος, ἡ, ὁ πυθμὴν λεκάνης, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 54, Εὐστ. 870, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερνίς· τὰ πυθμένια τῶν ἰατρικῶν λεκανίδων».
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πυθμένας λεκάνης την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως στην ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θαλαμίς)].