Παλληνεύς: Difference between revisions
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />habitant <i>ou</i> originaire du dème [[Παλλήνη]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />habitant <i>ou</i> originaire du dème [[Παλλήνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Παλληνεύς]], ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) [[Παλλήνη]]<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της Παλλήνης, δήμου της Αττικής<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Παλληνίς</i><br />επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης [[ἱερόν]]», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Παλληνεύς:''' έως ὁ [[Παλλήνη]] 2] житель или уроженец дема Паллена Her. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Παλληνεύς]], έως, ὁ,<br />an [[inhabitant]] of [[Παλλήνη]]; fem. [[Παλληνίς]], ίδος, Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Παλλήνη.
Greek Monolingual
Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) Παλλήνη
1. κάτοικος της Παλλήνης, δήμου της Αττικής
2. το θηλ. Παλληνίς
επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.).
Russian (Dvoretsky)
Παλληνεύς: έως ὁ Παλλήνη 2] житель или уроженец дема Паллена Her.
Middle Liddell
Παλληνεύς, έως, ὁ,
an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.