πετηλίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=petilis
|Transliteration C=petilis
|Beta Code=pethli/s
|Beta Code=pethli/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[locust]], Hsch. πέτηλον, τό, v. [[πέτᾰλον]].</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, [[locust]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] πέτηλον, τό, v. [[πέταλον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ακρίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το [[πετάννυμι]] ή το [[πέτομαι]] (<b>πρβλ.</b> και [[πετηνίς]])].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ακρίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το [[πετάννυμι]] ή το [[πέτομαι]] (<b>πρβλ.</b> και [[πετηνίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηλίς Medium diacritics: πετηλίς Low diacritics: πετηλίς Capitals: ΠΕΤΗΛΙΣ
Transliteration A: petēlís Transliteration B: petēlis Transliteration C: petilis Beta Code: pethli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, locust, Hsch. πέτηλον, τό, v. πέταλον.

Greek (Liddell-Scott)

πετηλίς: -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].