τρωξαλλίδα: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
(42)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[τρωξαλλίς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br />[[είδος]] ακρίδας που, [[κατά]] την αρχαία [[παράδοση]], έτρωγε τα λάχανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[τρωξ]]- του ρ. [[τρώγω]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. [[τρώξ]]-<i>ομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>αλλίς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρ</i>-<i>αλλίς</i>)].
|mltxt=η / [[τρωξαλλίς]], -ίδος, ΝΑ<br />[[είδος]] ακρίδας που, [[κατά]] την αρχαία [[παράδοση]], έτρωγε τα λάχανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[τρωξ]]- του ρ. [[τρώγω]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. [[τρώξ]]-<i>ομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>αλλίς</i> ([[πρβλ]]. [[πυραλλίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / τρωξαλλίς, -ίδος, ΝΑ
είδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ- του ρ. τρώγω (πρβλ. μέλλ. τρώξ-ομαι) + υποκορ. κατάλ. -αλλίς (πρβλ. πυραλλίς)].