ψαλιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ψαλιδιού<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[ψαλίδα]], [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -[[ίδος]] / [[ψαλίδι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ψαλιδιού<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[ψαλίδα]], [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -ίδος / [[ψαλίδι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδοειδής Medium diacritics: ψαλιδοειδής Low diacritics: ψαλιδοειδής Capitals: ΨΑΛΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: psalidoeidḗs Transliteration B: psalidoeidēs Transliteration C: psalidoeidis Beta Code: yalidoeidh/s

English (LSJ)

ψαλιδοειδές, (ψαλίς ΙΙ) like a vault or arch, Ph.Bel.81.35, Gal.UP8.11.

German (Pape)

[Seite 1390] ές, nach Art eines Gewölbes, einem Gewölbe ähnlich, Sp., wie Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδοειδής: -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) ὅμοιος πρὸς ἁψῖδα ἢ τόξον, Φίλων Βελοπ. 81.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει σχήμα ψαλιδιού
αρχ.
όμοιος με ψαλίδα, τοξοειδής, αψιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος / ψαλίδι + -ειδής].