ὑποχοιρίς: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποχοιρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[υποχαιρίς]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης αστερώδη, με 80 [[περίπου]] είδη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στον Θεόφρ. <b>κ.ά.</b>) [[είδος]] του φυτού [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖρος]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypochoeris</i>].
|mltxt=η / [[ὑποχοιρίς]], -ίδος, ΝΜΑ, και [[υποχαιρίς]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης αστερώδη, με 80 [[περίπου]] είδη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στον Θεόφρ. <b>κ.ά.</b>) [[είδος]] του φυτού [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖρος]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypochoeris</i>].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>eine [[Pflanze]] aus dem Zichoriengeschlecht</i>, Theophr.
|ptext=ίδος, ἡ, <i>eine [[Pflanze]] aus dem Zichoriengeschlecht</i>, Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχοιρίς Medium diacritics: ὑποχοιρίς Low diacritics: υποχοιρίς Capitals: ΥΠΟΧΟΙΡΙΣ
Transliteration A: hypochoirís Transliteration B: hypochoiris Transliteration C: ypochoiris Beta Code: u(poxoiri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, swine's succory, cat's ear, Hypochoeris radicata, Thphr. HP 7.7.1, 11.4 (cj.), Plin.HN21.89.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχοιρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κιχορίων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1., 11. 4.

Greek Monolingual

η / ὑποχοιρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και υποχαιρίς Ν
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης αστερώδη, με 80 περίπου είδη
μσν.-αρχ.
(στον Θεόφρ. κ.ά.) είδος του φυτού κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + χοῖρος. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hypochoeris].

German (Pape)

ίδος, ἡ, eine Pflanze aus dem Zichoriengeschlecht, Theophr.