ὀνοσκελίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(9) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onoskelis | |Transliteration C=onoskelis | ||
|Beta Code=o)noskeli/s | |Beta Code=o)noskeli/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=-ίδος, ἡ, [[she with the ass's legs]] (cf. [[ὀνόκωλος]]), [[epithet]] of the [[Ἔμπουσα]], Sch.Ar.''Ec.''1048. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0350.png Seite 350]] ίδος, ἡ, die Eselsfüßige, so heißt die Empusa, Schol. Ar. Eccl. 1056. Vgl. auch [[ὀνοκώλη]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀνοσκελίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἔχουσα σκέλη ὄνου, ὡς τὸ [[ὀνόκωλος]], ἐπίθ. τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1048· αἰτ. ὀνόσκελιν (προπαροξ.), Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 312Ε. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνοσκελίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Εμπούσης) αυτή που έχει σκέλη όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[σκέλος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:22, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, she with the ass's legs (cf. ὀνόκωλος), epithet of the Ἔμπουσα, Sch.Ar.Ec.1048.
German (Pape)
[Seite 350] ίδος, ἡ, die Eselsfüßige, so heißt die Empusa, Schol. Ar. Eccl. 1056. Vgl. auch ὀνοκώλη.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοσκελίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἔχουσα σκέλη ὄνου, ὡς τὸ ὀνόκωλος, ἐπίθ. τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1048· αἰτ. ὀνόσκελιν (προπαροξ.), Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 312Ε.
Greek Monolingual
ὀνοσκελίς, -ίδος, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Εμπούσης) αυτή που έχει σκέλη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκέλος.