ἐνστρατοπεδεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(4)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνστρᾰτοπεδεύομαι:''' αποθ., [[στρατοπεδεύω]], σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Ενεργ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐνστρᾰτοπεδεύομαι:''' αποθ., [[στρατοπεδεύω]], σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Ενεργ., Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to [[encamp]] in, Hdt.;—so in Act., Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 3 March 2024

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστρατοπεδεύομαι: ἀποθ., στρατοπεδεύομαι ἔν τινι τόπῳ, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Ἡρόδ. 9. 2, 85· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 2. 20, Πλουτ. Θησ. 27.

Greek Monotonic

ἐνστρᾰτοπεδεύομαι: αποθ., στρατοπεδεύω, σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Ενεργ., Θουκ.

Middle Liddell

Dep. to encamp in, Hdt.;—so in Act., Thuc.