τὸ ἄμικτον: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx= | |trtx====[[unsociability]]=== | ||
===[[unsociability]]=== | |||
Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀκοινωνησία]], [[ἀκοινωνία]], [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀνεπιμιξία]], [[ἀπανθρωπεία]], [[ἀπανθρωπία]], [[δυσομιλία]], [[τὸ ἄμικτον]], [[τὸ ἀνεπικοινώνητον]], [[τὸ ἀνεπίμικτον]], [[τὸ δυσεπίμικτον]], [[τὸ δυσξύμβολον]], [[τὸ δυσσύμβολον]]; Spanish: [[insociabilidad]] | Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀκοινωνησία]], [[ἀκοινωνία]], [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀνεπιμιξία]], [[ἀπανθρωπεία]], [[ἀπανθρωπία]], [[δυσομιλία]], [[τὸ ἄμικτον]], [[τὸ ἀνεπικοινώνητον]], [[τὸ ἀνεπίμικτον]], [[τὸ δυσεπίμικτον]], [[τὸ δυσξύμβολον]], [[τὸ δυσσύμβολον]]; Spanish: [[insociabilidad]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:24, 3 March 2024
Spanish
Translations
unsociability
Bulgarian: необщителност; English: unsociability, unsociableness; German: Ungeselligkeit, Zurückgezogenheit; French: insociabilité; Greek: αντικοινωνικότητα, ακοινωνησιά, ακοινωνικότητα, το μονόχνωτο, το ακοινώνητο; Ancient Greek: ἀκοινωνησία, ἀκοινωνία, ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀνεπιμιξία, ἀπανθρωπεία, ἀπανθρωπία, δυσομιλία, τὸ ἄμικτον, τὸ ἀνεπικοινώνητον, τὸ ἀνεπίμικτον, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον; Spanish: insociabilidad