άρπαγας: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(6)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM ἄρπαξ, [-αγος], Μ και [[ἅρπαγος]], -ον)<br />αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <i>αρπάγιον</i> (-<i>άγι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρπαξάνδρα]], [[χρεάρπαξ]], [[ψιχάρπαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δελεάρπαξ]], [[υδράρπαξ]], [[ψυχάρπαξ]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[φιλάρπαξ]] (-<i>αγας</i>)].
|mltxt=ο (AM [[ἅρπαξ]], [-αγος], Μ και [[ἅρπαγος]], -ον)<br />αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <i>[[ἁρπάγιον|αρπάγιον]]</i> (-<i>άγι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρπαξάνδρα]], [[χρεάρπαξ]], [[ψιχάρπαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δελεάρπαξ]], [[υδράρπαξ]], [[ψυχάρπαξ]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[φιλάρπαξ]] (-<i>αγας</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 20:14, 4 March 2024

Greek Monolingual

ο (AM ἅρπαξ, [-αγος], Μ και ἅρπαγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρπάζω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αρπάγιον (-άγι).
ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ
μσν.
δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ
(μσν.νεοελλ.) φιλάρπαξ (-αγας)].