ἁρπάγιον
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
τό, = κλεψύδρα I, Alex.Aphr.Pr.1.95.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 clepsidra Alex.Aphr.Pr.1.95.
2 n. de un colirio para los ojos CIL 13.10021.90, 93.
German (Pape)
[Seite 358] τό, ein Gefäß mit engem Halse u. durchlöchertem Boden, ähnlich der κλεψύδρα, Arist. Phys. 4, 6. Nach Ath. XIII, 601 fhieß der Ort, wo Ganymedes geraubt sein sollte, ἁρπάγιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάγιον: τὸ, ἀγγεῖον ἔχον στενὸν λαιμὸν καὶ πυθμένα διάτρητον, ὅμοιον τῇ κλεψύδρᾳ, «ἐπὶ τῶν λεγομένων ἁρπαγίων ἀγγείων ὁ δάκτυλος ἐν τῷ στόματι ἐντιθέμενος αὐτῶν τὸ ὕδωρ οὐκ ἐᾷ ῥεῖν διὰ τοῦ πυθμένος» Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 95.