κουρέας: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(21) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑM [[κουρεύς]], | |mltxt=ο (ΑM [[κουρεύς]], κουρέως) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] να κουρεύει τα μαλλιά και να ξυρίζει τα γένεια<br /><b>2.</b> αυτός που κουρεύει το [[τρίχωμα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πτηνό]] που η [[φωνή]] του μοιάζει με τον ήχο του μαχαιριού του γναφέα. | ||
}} | }} |