ενσωματώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐνσωματῶ, -όω) [[σωματώ]]<br />[[ενσαρκώνω]], [[αποτελώ]] την υλική [[υπόσταση]] ή το [[υπόδειγμα]] μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνενώνω]] ή [[παρεμβάλλω]] στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα [[σώμα]] ή ένα οργανικό [[σύνολο]].
|mltxt=(AM ἐνσωματῶ, [[ἐνσωματόω]]) [[σωματώ]]<br />[[ενσαρκώνω]], [[αποτελώ]] την υλική [[υπόσταση]] ή το [[υπόδειγμα]] μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνενώνω]] ή [[παρεμβάλλω]] στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα [[σώμα]] ή ένα οργανικό [[σύνολο]].
}}
}}

Latest revision as of 15:57, 20 March 2024

Greek Monolingual

(AM ἐνσωματῶ, ἐνσωματόω) σωματώ
ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.
νεοελλ.
συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο.