αδράλα: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b> | |mltxt=η<br /><b>συνήθως στον πληθ.</b> <i>οι αδράλες</i><br />μικρές και σκληρές πέτρες διασπαρμένες στους αγρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. από το ουσιαστικοποιημένο [[επίθετο]] [[αδρός]], μέσω του μεταβατικού τύπου <i>αδράλι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αδραλότοπος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:37, 21 March 2024
Greek Monolingual
η
συνήθως στον πληθ. οι αδράλες
μικρές και σκληρές πέτρες διασπαρμένες στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο αδρός, μέσω του μεταβατικού τύπου αδράλι.
ΣΥΝΘ. αδραλότοπος].