αεροσούρι: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αγεροσούρι]], το<br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>τα αεροσούρια</i><br />δυνατή και [[θορυβώδης]] [[πνοή]] ανέμου, που φυσάει στις χαράδρες<br /><b>2.</b> [[τόπος]], όπου παρατηρούνται τα αεροσούρια ([[χαράδρα]], [[κλεισούρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ανεμοσούρι]], το οποίο προέρχεται από το [[ανεμοσουρίζω]], υποχωρητικά].
|mltxt=και [[αγεροσούρι]], το<br /><b>1.</b> <b>συνήθως στον πληθ.</b> <i>τα αεροσούρια</i><br />δυνατή και [[θορυβώδης]] [[πνοή]] ανέμου, που φυσάει στις χαράδρες<br /><b>2.</b> [[τόπος]], όπου παρατηρούνται τα αεροσούρια ([[χαράδρα]], [[κλεισούρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ανεμοσούρι]], το οποίο προέρχεται από το [[ανεμοσουρίζω]], υποχωρητικά].
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 21 March 2024

Greek Monolingual

και αγεροσούρι, το
1. συνήθως στον πληθ. τα αεροσούρια
δυνατή και θορυβώδης πνοή ανέμου, που φυσάει στις χαράδρες
2. τόπος, όπου παρατηρούνται τα αεροσούρια (χαράδρα, κλεισούρα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το ανεμοσούρι, το οποίο προέρχεται από το ανεμοσουρίζω, υποχωρητικά].