μητροδίδακτος: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_16)
m (elru replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitrodidaktos
|Transliteration C=mitrodidaktos
|Beta Code=mhtrodi/daktos
|Beta Code=mhtrodi/daktos
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taught by one's mother</b>: nickname of Aristippus, <span class="bibl">Str. 17.3.22</span>, <span class="bibl">D.L.2.83</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ον, [[taught by one's mother]]: nickname of Aristippus, Str. 17.3.22, D.L.2.83.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
}}
{{elru
|elrutext='''μητροδίδακτος:''' (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητροδίδακτος''': -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.
|lstext='''μητροδίδακτος''': -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητροδίδακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διδαχθεί από τη [[μητέρα]] του<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μητροδίδακτος]]<br />[[παρωνύμιο]] του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς [[μητροδίδακτος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), [[πρβλ]]. [[θεοδίδακτος]], [[πατροδίδακτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροδίδακτος Medium diacritics: μητροδίδακτος Low diacritics: μητροδίδακτος Capitals: ΜΗΤΡΟΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: mētrodídaktos Transliteration B: mētrodidaktos Transliteration C: mitrodidaktos Beta Code: mhtrodi/daktos

English (LSJ)

[ῐ], ον, taught by one's mother: nickname of Aristippus, Str. 17.3.22, D.L.2.83.

German (Pape)

[Seite 179] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.

Russian (Dvoretsky)

μητροδίδακτος: (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

μητροδίδακτος: -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.

Greek Monolingual

μητροδίδακτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διδαχθεί από τη μητέρα του
2. το αρσ. ως ουσ.μητροδίδακτος
παρωνύμιο του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς μητροδίδακτος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. θεοδίδακτος, πατροδίδακτος].