πατροδίδακτος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
[ῐ], ον, taught by a father, Sch.ad Tz.H.7.959 in An. Ox.3.370.
German (Pape)
[Seite 536] vom Vater belehrt, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
πατροδίδακτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πατρὸς διδαχθείς, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 370.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που διδάχθηκε από τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. μητροδίδακτος].