ὀβολοστατική: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(28)
m (elru replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[τέχνη]];<br />métier d’usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολοστάτης]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[τέχνη]];<br />[[métier d'usurier]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολοστάτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀβολοστατική]], ἡ (Α) [[οβολοστάτης]]<br />(ενν. [[τέχνη]]) <i>το</i> [[επάγγελμα]] του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο [[δανεισμός]] με τόκο.
|mltxt=[[ὀβολοστατική]], ἡ (Α) [[οβολοστάτης]]<br />(ενν. [[τέχνη]]) <i>το</i> [[επάγγελμα]] του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο [[δανεισμός]] με τόκο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβολοστᾰτική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]]) ростовщичество Plat., Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />(sc. τέχνἠ, the [[trade]] of a [[petty]] [[usurer]], [[usury]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 22:11, 21 March 2024

German (Pape)

[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d'usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.

Greek Monolingual

ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολοστᾰτική: ἡ (sc. τέχνη) ростовщичество Plat., Arst.

Middle Liddell


(sc. τέχνἠ, the trade of a petty usurer, usury, Arist.