Παφλαγών: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(Bailly1_4)
m (elru replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Paphlagōn
|Transliteration B=Paphlagōn
|Transliteration C=Paflagon
|Transliteration C=Paflagon
|Beta Code=*paflagw/n
|Beta Code=*paflagw/n
|Definition=όνος, ὁ, <span class="title">Paphlagonian</span>, <span class="bibl">Il.2.851</span>, al.(pl.) ; of Cleon (with play on <b class="b3">παφλάζω</b>), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>2</span>,<span class="bibl">6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>581</span>, al. :—Adj. Παφλᾰγ-ονικός, ή, όν, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.13</span> : <b class="b3">-κή</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the country</b>, ib.<span class="bibl">6.1.15</span>.</span>
|Definition=-όνος, ὁ, [[Paphlagonian]], Il.2.851, al.(pl.); of Cleon (with play on [[παφλάζω]]), Ar.Eq.2,6, Nu.581, al.:—Adj. [[Παφλαγονικός]], ή, όν, X.An.5.4.13: ἡ [[Παφλαγονική]] = [[Paphlagonia]], ib.6.1.15.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br />[[Paphlagonien]].<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Παφλᾰγών:''' όνος ὁ (эп. dat. pl. Παφλαγόνεσσιν) пафлагонец Hom., Xen., Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Παφλᾰγών''': -όνος, ὁ, ὁ ἐκ Παφλαγονίας, Ἰλ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ.· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, 6, Νεφ. 581, κτλ., ὁ Κλέων παρίσταται ὡς [[Παφλαγών]], [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ῥήμ. [[παφλάζω]] (ἴδε τὴν. λ.)· ― ἐπίθ. Παφλαγονικός, ή, όν, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13· ἡ -κή, ἡ [[χώρα]], [[αὐτόθι]] 5. 15. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 345.
|lstext='''Παφλᾰγών''': -όνος, ὁ, ὁ ἐκ Παφλαγονίας, Ἰλ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ.· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, 6, Νεφ. 581, κτλ., ὁ Κλέων παρίσταται ὡς [[Παφλαγών]], μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ῥήμ. [[παφλάζω]] (ἴδε τὴν. λ.)· ― ἐπίθ. Παφλαγονικός, ή, όν, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13· ἡ -κή, ἡ [[χώρα]], [[αὐτόθι]] 5. 15. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 345.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=όνος () :<br />Paphlagonien.<br />'''Étymologie:'''.
|auten=pl. Παφλαγόνες: Paphlagonian, [[inhabitant]] of the [[district]] [[south]] of the Euxine, and bounded by the rivers [[Halys]] and [[Parthenius]], and by [[Phrygia]], Il. 2.851, Il. 5.577, Il. 13.656, 661.
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, , Α<br /><b>βλ.</b> [[Παφλαγόνας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Παφλᾰγών:''' -όνος, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[Παφλαγονία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. [[Παφλαγονικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Παφλᾰγών, όνος, ὁ,<br />a Paphlagonian, Il.:—adj. [[Παφλαγονικός]], ή, όν, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παφλᾰγών Medium diacritics: Παφλαγών Low diacritics: Παφλαγών Capitals: ΠΑΦΛΑΓΩΝ
Transliteration A: Paphlagṓn Transliteration B: Paphlagōn Transliteration C: Paflagon Beta Code: *paflagw/n

English (LSJ)

-όνος, ὁ, Paphlagonian, Il.2.851, al.(pl.); of Cleon (with play on παφλάζω), Ar.Eq.2,6, Nu.581, al.:—Adj. Παφλαγονικός, ή, όν, X.An.5.4.13: ἡ Παφλαγονική = Paphlagonia, ib.6.1.15.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
Paphlagonien.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Παφλᾰγών: όνος ὁ (эп. dat. pl. Παφλαγόνεσσιν) пафлагонец Hom., Xen., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

Παφλᾰγών: -όνος, ὁ, ὁ ἐκ Παφλαγονίας, Ἰλ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ.· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, 6, Νεφ. 581, κτλ., ὁ Κλέων παρίσταται ὡς Παφλαγών, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ῥήμ. παφλάζω (ἴδε τὴν. λ.)· ― ἐπίθ. Παφλαγονικός, ή, όν, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13· ἡ -κή, ἡ χώρα, αὐτόθι 5. 15. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 345.

English (Autenrieth)

pl. Παφλαγόνες: Paphlagonian, inhabitant of the district south of the Euxine, and bounded by the rivers Halys and Parthenius, and by Phrygia, Il. 2.851, Il. 5.577, Il. 13.656, 661.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
βλ. Παφλαγόνας.

Greek Monotonic

Παφλᾰγών: -όνος, ὁ, αυτός που προέρχεται από την Παφλαγονία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. Παφλαγονικός, , -όν, σε Ξεν.

Middle Liddell

Παφλᾰγών, όνος, ὁ,
a Paphlagonian, Il.:—adj. Παφλαγονικός, ή, όν, Xen.