μελισσοσμήνος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "Greek: μελισσοσμήνος" to "Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος") |
m (Text replacement - "ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων;" to "ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων;") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[beeswarm]]=== | |trtx====[[beeswarm]]=== | ||
Afrikaans: byeswerm; English: [[beeswarm]], [[swarm of bees]]; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; French: [[essaim d'abeilles]]; Greek: [[μελισσολόι]], [[μελισσοσμήνος]], [[μελισσοσμάρι]], [[σμήνος μελισσών]], [[σμάρι μελισσών]], [[μελίσσι]]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | Afrikaans: byeswerm; English: [[beeswarm]], [[swarm of bees]]; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; French: [[essaim d'abeilles]]; Greek: [[μελισσολόι]], [[μελισσοσμήνος]], [[μελισσοσμάρι]], [[σμήνος μελισσών]], [[σμάρι μελισσών]], [[μελίσσι]]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[μελίσσιον]], [[μελίττιον]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:04, 23 March 2024
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre