πιστωτής: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pistotis | |Transliteration C=pistotis | ||
|Beta Code=pistwth/s | |Beta Code=pistwth/s | ||
|Definition=πιστωτοῦ, ὁ, [[confirmer]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]s.v. [[ἐμπαστῆρας]]. | |Definition=πιστωτοῦ, ὁ, [[confirmer]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ἐμπαστῆρας]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:09, 23 March 2024
English (LSJ)
πιστωτοῦ, ὁ, confirmer, Hsch. s.v. ἐμπαστῆρας.
Greek (Liddell-Scott)
πιστωτής: -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.
Greek Monolingual
ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ πιστώ
νεοελλ.
άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής
αρχ.
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής.