κωλοβαθριστής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolovathristis | |Transliteration C=kolovathristis | ||
|Beta Code=kwlobaqristh/s | |Beta Code=kwlobaqristh/s | ||
|Definition=κωλοβαθριστοῦ, ὁ, [[one that goes on stilts]], [[stilt walker]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]s.v. [[καδαλίων]]. | |Definition=κωλοβαθριστοῦ, ὁ, [[one that goes on stilts]], [[stilt walker]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[καδαλίων]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:10, 23 March 2024
English (LSJ)
κωλοβαθριστοῦ, ὁ, one that goes on stilts, stilt walker, Hsch. s.v. καδαλίων.
German (Pape)
[Seite 1542] ὁ, Einer der auf Stelzen geht, Hesych. v. καδαλίων.
Greek (Liddell-Scott)
κωλοβαθριστής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον βάραθρον, ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15.
Greek Monolingual
κωλοβαθριστής, ὁ (Α)
αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλόβαθρον, κατά τα ονόματα σε -ιστής, ή μέσω ενός αμάρτυρου κωλοβαθρίζω].