δισώματος: Difference between revisions
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=disomatos | |Transliteration C=disomatos | ||
|Beta Code=disw/matos | |Beta Code=disw/matos | ||
|Definition=ον | |Definition=δισώματον, [[double-bodied]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.12, Orph. ''H.''71.5, ''Fr.''57, Ph.2.481; [[with two chambers]], εἰσώστης ''CIG''2842 (Aphrodisias). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δῐσώμᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de cuerpo doble]] θῆρες [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.12, χροιή Orph.<i>H</i>.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.<i>P</i>.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια [[ἀρχή]]) [[δίγνωμος]], δ. Iust.Gn. en Hippol.<i>Haer</i>.10.15<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos</i> Ph.2.481<br /><b class="num">•</b>[[de doble naturaleza]] (cf. [[δίσωμος]] 1) Vett.Val.174.9.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene dos sexos]] θεός τις δ. un dios hermafrodita</i> del Eros órfico, Orph.<i>Fr</i>.57.<br /><b class="num">3</b> [[que tiene hueco para dos cuerpos]] [[εἰσώστη]] <i>CIG</i> 2842.3 (Afrodisias, biz.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit zwei Leibern</i>; θῆρες DS. 4.12; Orph. <i>H</i>. 70.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δισώμᾰτος:''' [[двухтелый]] (θῆρες = [[Κένταυροι]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐσώματος''': -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν [[σῶμα]], θῆρες Διόδ. 4. 12, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 5· ἔχων δύο θαλάμους, Συλλ. Ἐπιγρ. 2842· -οὕτω, δίσωμος, ον, λεγόμενον [[περί]] τινων ἀστερισμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 6. | |lstext='''δῐσώματος''': -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν [[σῶμα]], θῆρες Διόδ. 4. 12, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 5· ἔχων δύο θαλάμους, Συλλ. Ἐπιγρ. 2842· -οὕτω, δίσωμος, ον, λεγόμενον [[περί]] τινων ἀστερισμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δίσωμος]], -η, -ο (Α [[δισώματος]] και [[δίσωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο θαλάμους. | |mltxt=και [[δίσωμος]], -η, -ο (Α [[δισώματος]] και [[δίσωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο θαλάμους. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
δισώματον, double-bodied, D.S.4.12, Orph. H.71.5, Fr.57, Ph.2.481; with two chambers, εἰσώστης CIG2842 (Aphrodisias).
Spanish (DGE)
(δῐσώμᾰτος) -ον
1 de cuerpo doble θῆρες D.S.4.12, χροιή Orph.H.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.P.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια ἀρχή) δίγνωμος, δ. Iust.Gn. en Hippol.Haer.10.15
•subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos Ph.2.481
•de doble naturaleza (cf. δίσωμος 1) Vett.Val.174.9.
2 que tiene dos sexos θεός τις δ. un dios hermafrodita del Eros órfico, Orph.Fr.57.
3 que tiene hueco para dos cuerpos εἰσώστη CIG 2842.3 (Afrodisias, biz.).
German (Pape)
mit zwei Leibern; θῆρες DS. 4.12; Orph. H. 70.5.
Russian (Dvoretsky)
δισώμᾰτος: двухтелый (θῆρες = Κένταυροι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐσώματος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν σῶμα, θῆρες Διόδ. 4. 12, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 5· ἔχων δύο θαλάμους, Συλλ. Ἐπιγρ. 2842· -οὕτω, δίσωμος, ον, λεγόμενον περί τινων ἀστερισμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 6.
Greek Monolingual
και δίσωμος, -η, -ο (Α δισώματος και δίσωμος, -ον)
1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα
2. αυτός που έχει δύο θαλάμους.