обменивать: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀλλάσσω]], [[ἐναλλάσσω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[διαμείβω]], [[ἐπαμείβω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[ὑπαλλάσσω]], [[ὑπαλλάττω]], [[μεταλαμβάνω]] | |rueltext=[[ἀλλάσσω]], [[ἐναλλάσσω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[ἐξαλλάσσω]], [[ἐξαλλάττω]], [[διαμείβω]], [[ἐπαμείβω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[ὑπαλλάσσω]], [[ὑπαλλάττω]], [[μεταλαμβάνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 27 March 2024
Russian > Greek
ἀλλάσσω, ἐναλλάσσω, ἀντιλαμβάνω, διαλλάσσω, διαλλάττω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω, διαμείβω, ἐπαμείβω, καταλλάσσω, καταλλάττω, ἀντικαταλλάσσομαι, ἀντικαταλλάττομαι, ὑπαλλάσσω, ὑπαλλάττω, μεταλαμβάνω