τυπογράφος: Difference between revisions
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τῠπογρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=τυπογράφος | |Medium diacritics=τυπογράφος | ||
|Low diacritics=τυπογράφος | |Low diacritics=τυπογράφος |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, or τυπογράφον, τό, certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).
Greek Monolingual
ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α
νεοελλ.
1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία
2. (ειδικά) στοιχειοθέτης
(