σκεπάρνι: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σκεπάρνιον]], ΝΜΑ, και [[σκεπάριον]] ΜΑ [[σκέπαρνος]]<br />κοπτικό [[εργαλείο]] με πεπλατυσμένη [[λεπίδα]] τροχισμένη στην εσωτερική [[πλευρά]] και στερεωμένη υπό μικρή [[γωνία]] στο [[άκρο]] στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για εκχόνδριση ξύλων, [[αποκοπή]] και πελέκημά τους, [[καθώς]] και για [[κάρφωμα]] και [[εξαγωγή]] καρφιών [[χάρη]] σε ειδική οπή που φέρει στο [[κέντρο]] της λεπίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[σκέπαρνον]], <b>βλ.</b> [[σκέπαρνο]]<br /><b>2.</b> [[αρχιτεκτονική]] [[στήλη]].
|mltxt=[[σκεπάρνι]], το / [[σκεπάρνιον]], ΝΜΑ, και [[σκεπάριον]] ΜΑ [[σκέπαρνος]]<br />κοπτικό [[εργαλείο]] με πεπλατυσμένη [[λεπίδα]] τροχισμένη στην εσωτερική [[πλευρά]] και στερεωμένη υπό μικρή [[γωνία]] στο [[άκρο]] στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για εκχόνδριση ξύλων, [[αποκοπή]] και πελέκημά τους, [[καθώς]] και για [[κάρφωμα]] και [[εξαγωγή]] καρφιών [[χάρη]] σε ειδική οπή που φέρει στο [[κέντρο]] της λεπίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[σκέπαρνον]], <b>βλ.</b> [[σκέπαρνο]]<br /><b>2.</b> [[αρχιτεκτονική]] [[στήλη]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 18:22, 7 April 2024

Greek Monolingual

σκεπάρνι, το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ σκέπαρνος
κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για εκχόνδριση ξύλων, αποκοπή και πελέκημά τους, καθώς και για κάρφωμα και εξαγωγή καρφιών χάρη σε ειδική οπή που φέρει στο κέντρο της λεπίδας
αρχ.
1. μικρό σκέπαρνον, βλ. σκέπαρνο
2. αρχιτεκτονική στήλη.

Translations

adze

A-Pucikwar: wolo; Aka-Bea: wolo; Aka-Cari: olo; Aka-Kede: wo; Albanian: sqepar; Armenian: ուրագ; Azerbaijani: kərki; Belarusian: цясла; Bulgarian: тесла; Catalan: aixa; Chinese Mandarin: 錛子/锛子; Crimean Tatar: teslice; Czech: tesla, skoble, teslice; Dutch: dissel; Esperanto: adzo; Finnish: koverokirves, talso, telso, kourukirves; French: herminette; Galician: aixola; Georgian: სათლელი; German: Queraxt, Dechsel; Greek: σκεπάρνι; Ancient Greek: σκέπαρνον, σκέπαρνος; Hebrew: מַעֲצָד; Hungarian: bárd, ácsbárd; Irish: tál; Japanese: 釿; Korean: 까뀌; Macedonian: тесла, брадва; Mongolian: ооль; Old Irish: tál; Ottoman Turkish: كسر, فاس; Persian: تیشه; Polish: topór ciesielski, ciesak, cieślica, cioska, ciosła; Portuguese: enxó; Romanian: teslă; Russian: тесло, дексель; Serbo-Croatian Cyrillic: бра̏два, брадвица, те̏сла, теслица; Roman: brȁdva, bradvica, tȅsla, teslica; Spanish: azuela; Swedish: däxel, skarvyxa; Tagalog: daras, pandaras; Turkish: keser, kerki; Ukrainian: тесло; Welsh: neddyf; White Hmong: piab