καυσόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(c2)
 
m (Text replacement - "erathen" to "eraten")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand gerathen, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand geraten, [[NT|N.T.]]
}}
{{elru
|elrutext='''καυσόομαι:''' [[воспламеняться]], [[гореть]] (στοιχεῖα καυσούμενα NT).
}}
{{ls
|lstext='''καυσόομαι''': Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. [[ὑποφέρω]] ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ [[συνήθεια]], Διοσκ. 2. 162, Γαλην.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καυσόομαι]],<br />Pass. to [[burn]] with [[intense]] [[heat]], NTest.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 16 April 2024

German (Pape)

[Seite 1408] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand geraten, N.T.

Russian (Dvoretsky)

καυσόομαι: воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).

Greek (Liddell-Scott)

καυσόομαι: Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. ὑποφέρω ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ συνήθεια, Διοσκ. 2. 162, Γαλην.

Greek Monotonic

καυσόομαι: Παθ., καίγομαι με υπερβολική ζέστη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

καυσόομαι,
Pass. to burn with intense heat, NTest.