δοκιμαστός: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(4) |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dokimastos | |Transliteration C=dokimastos | ||
|Beta Code=dokimasto/s | |Beta Code=dokimasto/s | ||
|Definition= | |Definition=δοκιμαστή, δοκιμαστόν, [[approved]], Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=δοκιμαστή, δοκιμαστόν<br />[[aprobado]], [[aceptado]] δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.49, πράγματα Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada</i>, <i>SB</i> 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] [[erprobt]], [[bewährt]], D. L. 7, 105 u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' [[подвергшийся оценке]] или [[проверке]] (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δοκιμαστός''': δοκιμαστή, δοκιμαστόν, ([[δοκιμάζω]]), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δοκιμαστός]], δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:28, 11 May 2024
English (LSJ)
δοκιμαστή, δοκιμαστόν, approved, Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.
Spanish (DGE)
δοκιμαστή, δοκιμαστόν
aprobado, aceptado δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad IG 22.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.Stoic.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.Stoic.3.49, πράγματα Diog.Bab.Stoic.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada, SB 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.
German (Pape)
[Seite 653] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμαστός: подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστός: δοκιμαστή, δοκιμαστόν, (δοκιμάζω), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.
Greek Monolingual
δοκιμαστός, δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) δοκιμάζω
αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα.