ἡγούμενος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igoymenos | |Transliteration C=igoymenos | ||
|Beta Code=h(gou/menos | |Beta Code=h(gou/menos | ||
|Definition=ὁ, v. [[ἡγέομαι]] II.3. | |Definition=ὁ, [[president]], [[abbot]], [[principal]], v. [[ἡγέομαι]] II.3. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 06:53, 20 May 2024
English (LSJ)
ὁ, president, abbot, principal, v. ἡγέομαι II.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγούμενος: ὁ, ἀρχηγὸς μοναστηρίου, συχνὸν ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8634. 8724, κ. ἀλλ.· -ἡγουμενία, ἡ, τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ, αὐτόθι 8724. - ἡγουμενικός, ή, όν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 256 (Λεξ. Κουμ.).
Greek Monolingual
και γούμενος, ο, θηλ. (η)γουμένη και (η)γουμένισσα (AM ἡγούμενος, θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και (ἡ)γουμένισσα) ηγούμαι
βλ. ηγούμαι.