ebrio: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(2)
mNo edit summary
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[βρέχω]]
|sltx=[[ἀκρατοκώθων]], [[ἀμπέλινος]], [[βεβρεγμένος]], [[διάχριστος]], [[ἔξοινος]], [[ἐξῳνωμένος]], [[κάτοινος]], [[μέθῃ βρεχθείς]], [[μεθυπλήξ]], [[μεθυσθείς]], [[μέθυσος]], [[μεθυστάς]], [[μεθυστής]], [[μεθύων]], [[οἰνοβρεχής]], [[οἰνόληπτος]], [[οἰνοπλήξ]], [[οἰνόφλυξ]], [[οἰνῳθείς]], [[παροινικός]], [[πάροινος]], [[πεπωκώς]], [[ποτός]], [[ὑπερπλησθεὶς μέθῃ]], [[ᾠνωμένος]]
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 13 June 2024

Latin > English (Lewis & Short)

ēbrĭo: āre, 1, v. a. id.,
I to make drunk, to intoxicate (late Lat.).
I Lit.: mulieres, Macr. S. 7, 6, § 16.—
II Trop.: animas, Macr. Somn. Scip. 1, 12, 10.

Latin > French (Gaffiot 2016)

ēbrĭō, ātum, āre (ebrius), tr., enivrer : Macr. Sat. 7, 6, 16 || [fig.] faire perdre la raison : Macr. Scip. 1, 12, 10.

Latin > German (Georges)

ēbrio, (āvī), ātum, āre (ebrius), trunken machen, berauschen, mulieres raro ebriantur, crebro senes, Macr. sat. 7, 6, 16: homo ebriatus, Laber. com. 10 R.2: ebriati sunt, Ampel. 2, 6. – übtr., ebr. animas, Macr. somn. Scip. 1, 12, 10.

Spanish > Greek

ἀκρατοκώθων, ἀμπέλινος, βεβρεγμένος, διάχριστος, ἔξοινος, ἐξῳνωμένος, κάτοινος, μέθῃ βρεχθείς, μεθυπλήξ, μεθυσθείς, μέθυσος, μεθυστάς, μεθυστής, μεθύων, οἰνοβρεχής, οἰνόληπτος, οἰνοπλήξ, οἰνόφλυξ, οἰνῳθείς, παροινικός, πάροινος, πεπωκώς, ποτός, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, ᾠνωμένος