χρησιμότητα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(3_47-test)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[χρησιμότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χρήσιμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χρήσιμου, του ωφέλιμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[χρησιμότητα]] και [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[ιδιότητα]] τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπου<br />β) «οριακή [[χρησιμότητα]]».<br /><b>βλ.</b> [[οριακός]].
|mltxt=η / [[χρησιμότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χρήσιμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χρήσιμου, του ωφέλιμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[χρησιμότητα]] και [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[ιδιότητα]] τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπου<br />β) «οριακή [[χρησιμότητα]]».<br /><b>βλ.</b> [[οριακός]].
}}
{{trml
|trtx====[[usefulness]]===
Armenian: օգտակարություն; Catalan: utilitat; Chinese Mandarin: [[效用]], [[用處]], [[用处]]; Czech: užitečnost; Dutch: [[bruikbaarheid]]; Esperanto: utilo, utileco; Finnish: hyödyllisyys; Greek: [[χρησιμότητα]]; Ancient Greek: [[χρεία]], [[χρείη]], [[χρησιμότης]], [[χρῆσις]]; French: [[utilité]]; Galician: utilidade; Georgian: ვარგისობა, გამოყენებადობა; German: [[Nützlichkeit]]; Greek: [[χρησιμότητα]]; Hindi: उपयोगिता; Icelandic: gagnsemi; Japanese: 有用性; Latin: [[utilitas]]; Malayalam: പ്രയോജനം; Mwali Comorian: maana; Old English: nytnes; Polish: użyteczność; Portuguese: [[utilidade]]; Romanian: utilitate; Russian: [[полезность]]; Slovak: užitočnosť; Spanish: [[utilidad]]
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 23 June 2024

Greek Monolingual

η / χρησιμότης, -ητος, ΝΜΑ χρήσιμος
η ιδιότητα του χρήσιμου, του ωφέλιμου
νεοελλ.
φρ. α) «χρησιμότητα και αξία»
(οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπου
β) «οριακή χρησιμότητα».
βλ. οριακός.

Translations

usefulness

Armenian: օգտակարություն; Catalan: utilitat; Chinese Mandarin: 效用, 用處, 用处; Czech: užitečnost; Dutch: bruikbaarheid; Esperanto: utilo, utileco; Finnish: hyödyllisyys; Greek: χρησιμότητα; Ancient Greek: χρεία, χρείη, χρησιμότης, χρῆσις; French: utilité; Galician: utilidade; Georgian: ვარგისობა, გამოყენებადობა; German: Nützlichkeit; Greek: χρησιμότητα; Hindi: उपयोगिता; Icelandic: gagnsemi; Japanese: 有用性; Latin: utilitas; Malayalam: പ്രയോജനം; Mwali Comorian: maana; Old English: nytnes; Polish: użyteczność; Portuguese: utilidade; Romanian: utilitate; Russian: полезность; Slovak: užitočnosť; Spanish: utilidad