δαυλί: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δαυλός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα, κούτσουρα, [[δαυλιά]] καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαυλίον</i>, υποκοριστικό του μσν. [[δαυλός]] ( | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δαυλός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα, κούτσουρα, [[δαυλιά]] καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαυλίον</i>, υποκοριστικό του μσν. [[δαυλός]] ([[πρβλ]]. [[γαστρίονγαστρί]], [[δαυκίονδαυκί]], [[καρφίον]]-[[καρφί]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:47, 9 September 2024
Greek Monolingual
το
1. μικρός δαυλός
2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαυλίον, υποκοριστικό του μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίονγαστρί, δαυκίονδαυκί, καρφίον-καρφί].