μαχαιροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαχαιροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει με [[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάχαιρα]] <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] ([[πρβλ]]. [[θηρο]]-[[φόνος]], <i>ταυρο</i>-[[φόνος]])].
|mltxt=[[μαχαιροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει με [[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάχαιρα]] <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] ([[πρβλ]]. [[θηροφόνος]], [[ταυροφόνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 9 September 2024

Greek Monolingual

μαχαιροφόνος, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει με μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φόνος (πρβλ. θηροφόνος, ταυροφόνος)].