τσυκνιάς: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(42) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τσικνιάς]] και [[τσουκνιάς]] και [[τσουκανιάς]], ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] ερωδιών τών γενών ardea, ardeola και egretta της οικογένειας ardeidae, από τα οποία στη [[χώρα]] μας φωλιάζουν τα είδη Αrdea cinerea, κν. σταχτοτσικνιάς, Αrdea purpurea, κν. πορφυροτσικνιάς, Egretta alba, κν. αργυροτσικνιάς, Egretta garzetta, κν. λευκοτσικνιάς ή εγκρέτ(τ)α, και Αrdeola ralloides, κν. κρυπτοτσικνιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυκνίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]]) με τσιτακισμό. Σε ορισμένους τ. (<b>πρβλ.</b> [[τσουκανιάς]], [[τσουκνιάς]]) το -<i>υ</i>- έχει διατηρήσει την αρχαία [[προφορά]] του ως -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ξουράφι]] <span style="color: red;"><</span> [[ξυράφι]])]. | |mltxt=και [[τσικνιάς]] και [[τσουκνιάς]] και [[τσουκανιάς]], ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] ερωδιών τών γενών [[ardea]], [[ardeola]] και egretta της οικογένειας ardeidae, από τα οποία στη [[χώρα]] μας φωλιάζουν τα είδη [[Αrdea cinerea]], κν. [[σταχτοτσικνιάς]], [[Αrdea purpurea]], κν. [[πορφυροτσικνιάς]], [[Egretta alba]], κν. [[αργυροτσικνιάς]], [[Egretta garzetta]], κν. [[λευκοτσικνιάς]] ή εγκρέτ(τ)α, και [[Αrdeola ralloides]], κν. [[κρυπτοτσικνιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυκνίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]]) με τσιτακισμό. Σε ορισμένους τ. (<b>πρβλ.</b> [[τσουκανιάς]], [[τσουκνιάς]]) το -<i>υ</i>- έχει διατηρήσει την αρχαία [[προφορά]] του ως -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ξουράφι]] <span style="color: red;"><</span> [[ξυράφι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:26, 15 September 2024
Greek Monolingual
και τσικνιάς και τσουκνιάς και τσουκανιάς, ο, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία ερωδιών τών γενών ardea, ardeola και egretta της οικογένειας ardeidae, από τα οποία στη χώρα μας φωλιάζουν τα είδη Αrdea cinerea, κν. σταχτοτσικνιάς, Αrdea purpurea, κν. πορφυροτσικνιάς, Egretta alba, κν. αργυροτσικνιάς, Egretta garzetta, κν. λευκοτσικνιάς ή εγκρέτ(τ)α, και Αrdeola ralloides, κν. κρυπτοτσικνιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκνίας (< κύκνος) με τσιτακισμό. Σε ορισμένους τ. (πρβλ. τσουκανιάς, τσουκνιάς) το -υ- έχει διατηρήσει την αρχαία προφορά του ως -ου- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].