πλινθευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πλινθεύω]]<br />αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, [[πλινθουργός]].
|mltxt=ὁ, Α [[πλινθεύω]]<br />αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, [[πλινθουργός]].
}}
{{trml
|trtx====[[brickmaker]]===
Latin: [[laterārius]]; Greek: [[πλινθοποιός]]; Ancient Greek: [[πλάστης]], [[πλινθευτής]], [[πλινθοβάψ]], [[πλινθοποιός]], [[πλινθουργός]]; Old English: tiġelwyrhta; Ottoman Turkish: طوغله‌جی; Turkish: tuğlacı
}}
}}

Revision as of 20:35, 17 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθευτής Medium diacritics: πλινθευτής Low diacritics: πλινθευτής Capitals: ΠΛΙΝΘΕΥΤΗΣ
Transliteration A: plintheutḗs Transliteration B: plintheutēs Transliteration C: plintheftis Beta Code: plinqeuth/s

English (LSJ)

πλινθευτοῦ, ὁ, brickmaker, Poll.7.163, POxy.158.1 (vi/vii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 636] ὁ, Ziegelstreicher, Ziegelbrenner, οἱ τὰς πλίνθους πλάττοντες, Poll. 7, 163.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθευτής: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πολυδ. Ζϳ, 163.

Greek Monolingual

ὁ, Α πλινθεύω
αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός.

Translations

brickmaker

Latin: laterārius; Greek: πλινθοποιός; Ancient Greek: πλάστης, πλινθευτής, πλινθοβάψ, πλινθοποιός, πλινθουργός; Old English: tiġelwyrhta; Ottoman Turkish: طوغله‌جی; Turkish: tuğlacı