ἐξόριος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(12)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksorios
|Transliteration C=eksorios
|Beta Code=e)co/rios
|Beta Code=e)co/rios
|Definition=α, ον, (ὅρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">out of the bounds of one's country</b>, <span class="bibl">Poll.6.198</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., ἐξορία (sc. <b class="b3">ζωή</b>), ἡ, <b class="b2">exile</b>, <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Vit. Thuc.</span> 47</span>, <span class="bibl">Eust.1161.35</span>.</span>
|Definition=ἐξορία, ἐξόριον, ([[ὅρος]])<br><span class="bld">A</span> [[out of the bounds of one's country]], Poll.6.198.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[ἐξορία]] (''[[sc.]]'' [[ζωή]]), ἡ, [[exile]], Marcellin.''Vit. Thuc.'' 47, Eust.1161.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] außerhalb der Gränzen, verwiesen, verbannt, Poll. 6, 198. Vgl. [[ἐξορία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] [[außerhalb der Gränzen]], [[verwiesen]], [[verbannt]], Poll. 6, 198. Vgl. [[ἐξορία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξόριος''': -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 198· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐξορία]], (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, [[ἐξορία]], Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35.
|lstext='''ἐξόριος''': -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, Πολυδ. ϛʹ, 198· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐξορία]], (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, [[ἐξορία]], Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξόριος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ἐξορία]]<br />(ενν. <i>ζωή</i>) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όριο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> «[[τέρμα]]»)].
|mltxt=[[ἐξόριος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ἐξορία]]<br />(ενν. <i>ζωή</i>) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όριο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> «[[τέρμα]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 07:12, 19 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόριος Medium diacritics: ἐξόριος Low diacritics: εξόριος Capitals: ΕΞΟΡΙΟΣ
Transliteration A: exórios Transliteration B: exorios Transliteration C: eksorios Beta Code: e)co/rios

English (LSJ)

ἐξορία, ἐξόριον, (ὅρος)
A out of the bounds of one's country, Poll.6.198.
II Subst., ἐξορία (sc. ζωή), ἡ, exile, Marcellin.Vit. Thuc. 47, Eust.1161.35.

German (Pape)

[Seite 887] außerhalb der Gränzen, verwiesen, verbannt, Poll. 6, 198. Vgl. ἐξορία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόριος: -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, Πολυδ. ϛʹ, 198· ἐντεῦθεν ἐξορία, (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, ἐξορία, Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35.

Greek Monolingual

ἐξόριος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας
2. το θηλ. ως ουσ. η ἐξορία
(ενν. ζωή) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όριο (< όρος «τέρμα»)].