ἀποκρυσταλλόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκρυσταλλόομαι''': παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
|lstext='''ἀποκρυσταλλόομαι''': παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀποκρυσταλλοῦμαι]], [[ἀποκρυσταλλόομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[κρύσταλλο]], του [[δίνω]] κρυσταλλική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[μορφώνω]] σαφή και οριστική [[γνώμη]] για [[κάτι]]<br />(αρχ., -ούμαι)<br />κρυσταλλιάζω, [[παγώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:01, 23 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρυσταλλόομαι Medium diacritics: ἀποκρυσταλλόομαι Low diacritics: αποκρυσταλλόομαι Capitals: ΑΠΟΚΡΥΣΤΑΛΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apokrystallóomai Transliteration B: apokrystalloomai Transliteration C: apokrystalloomai Beta Code: a)pokrustallo/omai

English (LSJ)

Pass., become all ice, Sch.Il.23.281.

Spanish (DGE)

helarse Sch.Il.23.281.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρυσταλλόομαι: παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.

Greek Monolingual

ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)
νεοελλ.
1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή
2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι
(αρχ., -ούμαι)
κρυσταλλιάζω, παγώνω.